- ανελέγχω
- ἀνελέγχω (Α)1. εξετάζω, εξελέγχω2. αποκαλύπτω κάποιο σφάλμα, αποδεικνύω ότι έγινε κάτι άτοπο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνελέγχομαι — ἀνελέγχω convince pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνελέγχων — ἀνελέγχω convince pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)